- κοττάνα
- κοττάνα, ἡ (Α)(κατά τον Ησύχ.) (στους Κρήτες) παρθένος.[ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με τη λ. κόττανον και με εβρ. τ. qātōn + θηλ. qetannā «μικρή, νέα, ανήλικο κορίτσι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κόττανα — κόττανον small neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοττανᾶν — κοττάνα fem gen pl (doric aeolic) κοττάνη fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοττάνης — κοττάνα fem gen sg (attic epic ionic) κοττάνη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόττανον — κόττανον, τὸ (Α) είδος μικρού σύκου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. κόττανον, όπως και η λ. κοττάνα, είναι πιθ. σημιτ. δάνεια, πρβλ. εβρ. qātān, qetannim «μικρός». Τη λ. δανείστηκε η Λατινική με τη μορφή cottana] … Dictionary of Greek